νεοκρας

νεοκρας
    νεοκράς
    νεο-κράς
    -ᾶτος (ᾱ) adj.
    1) недавно смешанный, т.е. только что приготовленный
    

(σπονδαί Aesch.)

    2) вновь присоединившийся, новый
    

(φίλος Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "νεοκρας" в других словарях:

  • νεοκράς — νεοκράς, ὁ και ἡ (Α) 1. αυτός που αναμίχθηκε μόλις πριν από λίγο («νεοκρᾱτες σπονδαί», Αισχύλ.) 2. μτφ. αυτός που συντελέστηκε πρόσφατα ή αυτός που απαιτήθηκε πρόσφατα («νεοκρᾱτα φίλον κομίσειεν», Αισχύλ.) 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ νεοκράς είδος… …   Dictionary of Greek

  • νεοκράς — νεοκρά̱ς , νεοκράς newly mixed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοκρᾶτα — νεοκράς newly mixed masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοκρᾶτας — νεοκράς newly mixed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοκρᾶτες — νεοκράς newly mixed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοκρᾶτος — νεοκράς newly mixed masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • νεόκρατος — νεόκρατος, ον (Α) νεοκράς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κράς, κράτος (< θ. κρᾱ τού κεράννυμι), πρβλ. αυτό κρατος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»